Русско-новогреческий словарь - рабочий
Перевод с русского языка рабочий на греческий
м ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:
поденный ~ ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный ~ ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.
рабоч||ийIIприл
1. ἐργατικός:
~ класс ἡ ἐργατική τάξη {-ις}, ἡ ἐργατιά· ~ее движение τό ἐργατικό κίνημα· ~» район ἡ ἐργατική συνοικία· из ~ей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·
2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:
~ день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· ~ее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·~ костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·~ инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· ~ее место ὁ χώρος τής δουλειδς·
3. (производящий полезную работу):
~ скот τά ὑποζύγια· ~ая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·
4. тех. (выполняющий работу):
~ее колесо ὁ κινητήριος τροχός· ~ ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ ~ие руки τά ἐργατικά χέρια· ~ая сила ἡ ἐργατική δύναμη.